αλληλουχία

αλληλουχία
Η αμοιβαία σύνδεση· η συνάφεια· η λογική συγκρότηση· η συνοχή. (Φιλοσ.) Η λογική προσαρμογή των ιδεών μεταξύ τους, ο στενός δεσμός των φαινομένων. Σχετικά με το περιεχόμενο της α. διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις. Ο Σέξτος ο Εμπειρικός (200-250 μ.Χ.) και o Λογγίνος (213-273 μ.Χ.) υποστηρίζουν ότι α. ιδεών υπάρχει μόνο όταν αυτές συμφωνούν λογικά μεταξύ τους. Η αντίφαση διακόπτει την α. και επομένως σε ένα σύστημα ιδεών με α. δεν εμφανίζεται αντίφαση ούτε χάσμα ανάμεσα στα μέρη του. Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ (1806-73) υποστηρίζει μάλιστα ότι η τυπική λογική είναι η θεωρία της α. Αντίθετα, οι διαλεκτικοί φιλόσοφοι υποστηρίζουν ότι οι αντιθέσεις κάθε άλλο παρά διακόπτουν την α., αλλά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της μεταβολής, της κίνησης, της καθολικής α. του κόσμου. Η εξέλιξη των φαινομένων γίνεται μέσα από τη σύγκρουση των αντιθέτων και έτσι η αντικειμενική πραγματικότητα διέπεται όχι μόνο από μία τυπική α. αλλά και από μία αντιφατική α.
* * *
η (Α ἀλληλουχία)
ο σύνδεσμος με τα προηγούμενα και τα επόμενα, συνοχή, συνάφεια, επαλληλία
νεοελλ.
(ειδικά) αιτιώδης σχέση και εξάρτηση, λογική σχέση, συνειρμός, συνέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοῦχος, βλ. ἀλληλοῦχοι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀλληλουχία — ἀλληλουχίᾱ , ἀλληλουχία holding together fem nom/voc/acc dual ἀλληλουχίᾱ , ἀλληλουχία holding together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλουχίᾳ — ἀλληλουχίᾱͅ , ἀλληλουχία holding together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλουχία — η 1. ημεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, που εξελίσσονται μέσα στο χρόνο, συνοχή και ακολουθία: Υπάρχει αλληλουχία στις διάφορες μεταμορφώσεις της κάμπιας. 2. αιτιώδης σχέση ή εξάρτηση: Εκθέτει τις ιδέες του χωρίς λογική αλληλουχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλληλουχίας — ἀλληλουχίᾱς , ἀλληλουχία holding together fem acc pl ἀλληλουχίᾱς , ἀλληλουχία holding together fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλουχίαι — ἀλληλουχίᾱͅ , ἀλληλουχία holding together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλουχίαν — ἀλληλουχίᾱν , ἀλληλουχία holding together fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλουχίῃ — ἀλληλουχία holding together fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”